- Κουβανέζος
- ο, θηλ. Κουβανέζαο κάτοικος τής Κούβας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κούβα + συνδετικό σύμφωνο -ν- + κατάλ. -έζος (< ιταλ. κατάλ. -ese), πρβλ. Κιν-έζος, Χαβαν-έζος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουβανέζικος — η, ο και κουβανικός, ή, ό [Κουβανέζος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κούβα ή προέρχεται από αυτήν … Dictionary of Greek